- αναπνεύσιμος
- -η, -οο κατάλληλος ή ωφέλιμος να τόν αναπνεύσει κανείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπνευσις. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό σύγγραμμα «Όμηρος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάπνευσις — ἀνάπνευσις ( εως), η (Α) 1. ανάκτηση τής αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα 2. αναπνοή 3. εισπνοή (αντίθ. τού ἔκπνευσις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνεύσιμος] … Dictionary of Greek
ανάπνευστος — η, ο (Α ἀνάπνευστος, ον) νεοελλ. ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός αρχ. αυτός που δεν αναπνέει. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία τής αρνήσεως προήλθε… … Dictionary of Greek
αναπνευστός — ή, ό (Α ἀναπνευστός, ή, όν ο αναπνεύσιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω. ΠΑΡ. αναπνευστικός] … Dictionary of Greek